Επισκευθείτε το νέο μας ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ με όλα μας τα προϊόντα
Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ): 

Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να σώσει ζωές

Ο πρωινός βήχας των καπνιστών, δεν είναιαθώος. Συχνά αποτελεί σύμπτωμα μίας σιωπηλής νόσου, της Χρόνιας Αποφρακτικής Πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ). Μία ύπουλη νόσος, η οποία για πολλά χρόνια αναπτύσσεται σιωπηρά χωρίς να δίνει ανησυχητικά συμπτώματα, που να προειδοποιούν το θύμα της.

Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια είναι μια νόσος με χαρακτηριστικό τη στένωση των βρόγχων, με αποτέλεσμα να αδειάζουν δύσκολα οι πνεύμονες στην εκπνοή. Ο περιορισμός στη ροή του αέρα στους πνεύμονες είναι συνήθως προοδευτικός και σχετίζεται με μη τυπική φλεγμονώδη αντίδραση των πνευμόνων σε βλαβερά σωματίδια ή αέρια. Οι βλάβες που προκαλεί από ένα σημείο και μετά είναι μη αναστρέψιμες. Δυστυχώς, τότε το 50-60% των πνευμόνων έχει καταστραφεί και ο ασθενής αρχίζει να έχει σοβαρά συμπτώματα και 2-3 παροξύνσεις της αρρώστιας τον χρόνο, που συχνά τον οδηγούν να εισαχθεί και να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο.

Σήμερα εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 44 εκατομμύρια περιπτώσεις ΧΑΠ παγκοσμίως. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ως το 2020, η ΧΑΠ θα αποτελεί την τρίτη κύρια αιτία θανάτου και θα ευθύνεται για περισσότερα από 6 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως το χρόνο.

Στα Ευρωπαϊκά κράτη, ησυχνότητα της ασθένειας, ποικίλλει από 4 – 10% του ενήλικου πληθυσμού. Κάθε χρόνο πεθαίνουν εξαιτίας της νόσου200.000 -300.000 άνθρωποι ενώ αποτελεί την αιτία θανάτου για το 4.1% των ανδρών και το 2.4% των γυναικών.

Στην Ελλάδα έχει πραγματοποιηθεί μια επιδημιολογική μελέτη από την ομάδα εργασίας ΧΑΠ της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, όπου βρέθηκε ότι ο επιπολασμός της νόσου στη χώρα μας, για τις ηλικίες άνω των 35 ετών είναι 8,4%. Στους άντρες το ποσοστό αυτό είναι 11,6% ενώ στις γυναίκες φτάνει το 4,8% αν και παγκοσμίως αναφέρεται ότι παρατηρείται ραγδαία αύξηση της νόσου στον γυναικείο πληθυσμό λόγω της αύξησης των καπνιστριών την περίοδο των δεκαετιών ’70, ’80, ’90. Σε ότι αφορά την κατανομή των ηλικιών, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, φαίνεται ότι η εμφάνιση της ΧΑΠ είναι αυξημένη σε ηλικίες άνω των 50 ετών, και οι ηλικίες υψηλού κινδύνου ξεκινούν από την ηλικία των 35 ετών.

Κύριο αίτιο της νόσου είναι το κάπνισμα. Ωστόσο δεν αναπτύσσουν όλοι οι καπνιστές ΧΑΠ, γεγονός που υποδηλώνει ότι συγκεκριμένοι γενετικοί παράγοντες τροποποιούν τους κινδύνους για κάθε άτομο. Η ατμοσφαιρική ρύπανση και επαγγελματικοί παράγοντες που προκαλούν έντονη ή παρατεταμένη έκθεση σε σκόνη, χημικά, αναθυμιάσεις κ.λπ., μπορεί να προκαλέσουν ΧΑΠ και να αυξήσουν τον κίνδυνο της ασθένειας στους καπνιστές. Επίσης έχει διαπιστωθεί ότι η παθητική έκθεση στον καπνό του τσιγάρου, συνεισφέρει στα συμπτώματα του αναπνευστικού και περιορίζει τη λειτουργία των πνευμόνων στα παιδιά και στη μετέπειτα ζωή τους ενδέχεται να οδηγήσει σε ΧΑΠ.

Συμπτώματα, Διάγνωση και Θεραπεία

Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό αδιάγνωστης ΧΑΠ. Για κάθε έναν ασθενή που διαγιγνώσκετε με τη νόσο, υπάρχει ένας ακόμα που παραμένει αδιάγνωστος. Το πρόβλημα είναι ότι κατά τα πρώτα 10-15 χρόνια, οι ενοχλήσεις είναι ήπιες και χωρίς συμπτώματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ασθενείς δεν αναζητούν θεραπεία έγκαιρα διότι προσαρμόζουν τα συμπτώματα στην καθημερινότητά τους.

Εάν κάποιος είναι πρώην ή νυν καπνιστής/ τρια, είναι μεγαλύτερος/ η των 40 ετών και έχει βήχα ή φλέγματα ή δυσκολία στην αναπνοή (λαχάνιασμα) όταν ανεβαίνει σκάλες ή ανηφόρα, όταν σηκώνει κάποια βάρη (π.χ ψώνια), όταν βαδίζει βιαστικά, τότε είναι πιθανό να έχει ΧΑΠ. Φυσικά, η κατάσταση είναι ακόμα πιο σοβαρή όταν αυτή η δύσπνοια συνοδεύει πιο ελαφριές δραστηριότητες όπως το ντύσιμο, το πλύσιμο, το δέσιμο των κορδονιών, διάφορες δουλειές με τα χέρια κλπ. Όταν παρουσιασθεί για πρώτη φορά κάποιο από αυτά τα συμπτώματα (βήχας, φλέγματα, δυσκολία στην αναπνοή) δεν πρέπει να υποτιμηθεί και να θεωρηθεί ότι είναι κάτι απλό, όπως π.χ τσιγαρόβηχας ή δύσπνοια λόγω κακής φυσικής κατάστασης. Αυτά τα συμπτώματα είναι σημάδι ότι οι πνεύμονες δεν λειτουργούν φυσιολογικά.

Οι βλάβες που προκαλεί η ΧΑΠ είναι μόνιμες και μη αναστρέψιμες, γι’ αυτό πολύ σημαντικό λόγο έχει η έγκαιρη διάγνωση.

«Η σπιρομέτρηση είναι η «χρυσή σταθερά» για την διάγνωση, την εκτίμηση και την παρακολούθηση της ΧΑΠ», όπως τονίζει ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης, Πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, Πρύτανης της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. «Ο πνευμονολόγος έχει εκπαιδευτεί να εκτελεί και να ερμηνεύει την σπιρομέτρηση και τον υπόλοιπο εξειδικευμένο λειτουργικό έλεγχο της αναπνοής. Η εξέταση σπιρομέτρησης είναι ανώδυνη, αναίμακτη και μετρά μέσω ειδικής συσκευής, του σπιρομέτρου, τη λειτουργία των πνευμόνων. Ο ασθενής κάθεται αναπαυτικά έχοντας το στόμιο του σπιρομέτρου καλά μέσα στα χείλη του. Αναπνέει ήρεμα και με το παράγγελμα του γιατρού παίρνει μία όσο το δυνατόν βαθύτερη εισπνοή και αφού γεμίσει τους πνεύμονές του αέρα, εκπνέει όσο πιο γρήγορα και δυνατά μπορεί για μερικά δευτερόλεπτα. Με την σπιρομέτρηση μετράμε αφενός την ποσότητα (τον όγκο) αέρα που μπορεί να εκπνεύσει ο εξεταζόμενος και αφετέρου την ταχύτητα με την οποία εκπνέεται ο αέρας από τους πνεύμονές του. Εάν αυτές οι τιμές μειωθούν κάτω από κάποια όρια, ο πνευμονολόγος θέτει την διάγνωση της ΧΑΠ.

Ο πνευμονολόγος, αν το κρίνει σκόπιμο μετά την διάγνωση, μπορεί να κάνει και άλλες γενικές ή ειδικές εξετάσεις προκειμένου να εκτιμήσει το στάδιο βαρύτητας, την επίπτωση της ΧΑΠ σε άλλα όργανα όπως η καρδιά, το μυϊκό σύστημα και την πιθανή ωφέλεια του ασθενή από τις φαρμακολογικές ή μη φαρμακολογικές θεραπευτικές μεθόδους που θα του συστήσει.»

Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για τη ΧΑΠ. Η θεραπεία στοχεύει στην επιβράδυνση της επιδείνωσης της πνευμονικής λειτουργίας των αεραγωγών και στην ανακούφιση από τα συμπτώματα. Σήμερα υπάρχουν πολλά αποτελεσματικά βρογχοδιασταλτικά φάρμακα σε εισπνοές τα οποία αποτελούν τη βάση της θεραπείας. Τα φάρμακα αυτά ανήκουν σε δυο ομάδες, τα αντιχολινεργικά και του β2 – διεγέρτες, και προκαλούν διαστολή (άνοιγμα) των βρόγχων, ευκολότερη αναπνοή, λιγότερη δύσπνοια, καλύτερη δυνατότητα κίνησης και λειτουργίας στην καθημερινή ζωή.

Στη σοβαρή ΧΑΠ, τα επίπεδα του οξυγόνου στο αίμα ελαττώνονται επικίνδυνα και η χορήγηση συμπληρωματικού οξυγόνου είναι ευεργετική. Σε ανθρώπους με προχωρημένη νόσο, οξυγόνο απαιτείται τον περισσότερο ή όλο τον καιρό. Άλλες θεραπείες με φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη ΧΑΠ, περιλαμβάνουν αντιβιοτικά για βρογχο-πνευμονικές λοιμώξεις (“παροξύνσεις”), βλεννολυτικά και αντιοξειδωτικά. Η μεταμόσχευση πνεύμονα χρησιμοποιείται μερικές φορές στο τελευταίο στάδιο της ασθένειας.

Συνέπειες

Οι ασθενείς βιώνουν την ΧΑΠ με καταλυτικά αρνητικό τρόπο. Σύμφωνα με ερευνά που πραγματοποιήθηκε το 75% δηλώνει ότι η ασθένεια έχει αλλάξει τη ζωή του ασφαλώς όχι προς το καλύτερο. Η καθημερινότητα των ασθενών, περιγράφεται με έντονα μελανά χρώματα. Για το 40% περίπου των ασθενών, αποτυπώνεταιαδυναμία εκτέλεσης ακόμη και απλών εργασιών (ψώνια, δουλειές σπιτιού κ.λπ), ενώ και για τους περισσότερους από τους άλλους, οι καθημερινές δραστηριότητες έχουν δυσκολέψει σημαντικά. Το 41,4% δηλώνει ότι διέκοψε την εργασία του εξαιτίας της ασθένειας. Πρόκειται κυρίως για γυναίκες, άτομα πάνω από τα 50, καπνιστές και πρώην καπνιστές.

Ιδιαίτερα υψηλό είναι και το οικονομικό κόστος της ασθένειας. Ανάμεσα στις παθήσεις του αναπνευστικού, η ΧΑΠ είναι η πιο δαπανηρή, καλύπτοντας σχεδόν το 50% του συνολικού κόστους πνευμονολογικών νοσημάτων. Στην Ευρώπη, η ΧΑΠ κοστίζει 50 δισεκατομμύρια ετησίως, που περιλαμβάνει τη περίθαλψη, αποκατάσταση και τις χαμένες ώρες εργασίας.